- στοιβαχτός
- [стивахтос] εκ. сваленный в кучу, нагроможденный.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
στοιβαχτός — και στοιβακτός, ή, ό, Ν [στοιβάζω] 1. τοποθετημένος κατά στοίβες, στοιβαγμένος, συσσωρευμένος 2. συνεκδ. συμπεπιεσμένος, στρυμωγμένος, στρυμωχτός … Dictionary of Greek
στοιβαχτός — ή, ό στοιβαγμένος, στριμωγμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στοιβακτός — ή, ό, Ν βλ. στοιβαχτός … Dictionary of Greek
στοιβαστός — ή, όν, ΜΑ [στοιβάζω] στοιβαχτός μσν. (για αποστελλόμενα εμπορεύματα) συσκευασμένος … Dictionary of Greek